κτηδών

From LSJ
Revision as of 10:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτηδών Medium diacritics: κτηδών Low diacritics: κτηδών Capitals: ΚΤΗΔΩΝ
Transliteration A: ktēdṓn Transliteration B: ktēdōn Transliteration C: ktidon Beta Code: kthdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A line of fissure in the fibre of wood, Thphr.HP5.1.9 sq.; κτηδόνες ξύλου grain of wood, HeroBel.96.12, cf. Suid.    2 Medic. in pl., fibres of the heart, Hp.Cord.10, cf. Erot.s.v. ἶνες.    b layers in the cornea of the eye, Ruf.Anat.10.    c κ. πιμελῆς fibres in a piece of fat, Sor.1.118.    3 layers of slate, Dsc.5.127.    4 gills of a mushroom, Id.3.1.    5 shreds of lint, Gal.8.415. (Cf. εὐκτέανος (B), εὐθυκτέανον, ἰθυκτέανον.)

German (Pape)

[Seite 1518] όνος, ἡ, 1) nach Hesych. der Dreizack. – 2) bei Theophr. u. Mathem. vett. κτηδόνες τοῦ ξύλου, die Fasernim Holz (vgl. εὐκτήδων). – Aehnl. auch die Lagen od. Schichten des Schiefersteins, Diosc. – 3) der Kamm, Sp. Vgl. κτείς u. κτίων.

Greek (Liddell-Scott)

κτηδών: -όνος, ἡ, (κτεὶς) κυρίως κτένιον· ― ἐντεῦθεν, αἱ ἴνες ξύλου ἐπειδὴ κεῖνται παραλλήλως ὡς οἱ ὀδόντες κτενός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 9 κἑξ. (πρβλ. εὐκτήδων)· ἀλλὰ παρὰ τῷ Ἥρωνι ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 134, κτηδόνες ξύλου, φαίνεται ὅτι σημαίνει συγκεντρικοὺς κύκλους τοῦ ξύλου· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῶν ἰνῶν τοῦ σώματος, Ἱππ. 269. 45· ἐπὶ τῶν χιτώνων ἐν τῷ κερατοειδεῖ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ροῦφος 55· ἐπὶ τῶν πλακῶν σχιστολίθου ἢ τῶν στρωμάτων αὐτοῦ, Διοσκ. 5. 145· ἐπὶ ἰνῶν λίνου ἢ ξαντοῦ, Γαλην. 7. 518.