κλύδιος
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
α, ον,
A surging: κλύδιον· πέλαγος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1456] wogend, rauschend, VLL., τὸ κλύδιον, nach Hesych. = πέλαγος.
Greek (Liddell-Scott)
κλύδιος: -α, -ον, ὁρμητικός, κυματώδης. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κλύδιον· πέλαγος».