τεῦξις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A making, Hsch. II (τυγχάνω) attainment, acquisition, opp. ἔφεσις, Plu.2.1071e, cf. Arr.Epict.2.5.8, S.E.M.11.82, Plot.1.5.2, 6.8.5. 2 = ἔντευξις 1, AP15.25.23 (Besant.).
German (Pape)
[Seite 1101] εως, ἡ, wie τύξις, 1) Verfertigung, Hesych. – 2) das Erreichen, Erlangen, Sp., wie Arr. Epict. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
τεῦξις: -εως, ἡ, «κατασκευή, ποίησις» Ἡσύχ. (ἔνθα πρότερον ἐφέρετο τύξις). ΙΙ. (τυγχάνω) ἐπιτυχία, ἀπόκτησις, ἀντίθετον τῷ ἔφεσις, Πλούτ. 2. 1071E. 2) = ἔντευξις, Ἀνθ. Π. 15. 25, 23.