ἐκκλύζω
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
fut. -ύσω M.Ant.8.51 :—
A wash out, wash away, τὴν βαφήν Pl.R.430a ; τὸν ῥύπον Luc.Vit.Auct.3 :—in Pass., Hp.Loc. Hom.13 ; ἐ. τὰ λύματα εἰς τὸν Τίβεριν Str.5.3.8 ; restored in ib.1.7 ; to be washed ashore, εἰς τὸ ξηρόν Arist.HA525a23. 2 wash thoroughly, σῶμα Plu.Sull.36 :—Med., Diocl.Fr.141. II intr., stream out, Apollod.1.6.3 (nisi leg. -έβλυσεν).
German (Pape)
[Seite 763] ausspülen, auswaschen; ῥύμματα Plat. Rep. IV, 430 a; τὰ λύματα τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Strab. 5, 3, 8. – Auch intr., ausströmen, Apolld. 1, 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκλύζω: μέλλ. -ύσω, ἐκπλύνω, διὰ πλύσεως ἀφαιρῶ, Λατ. eluo, τὴν βαφὴν Πλάτ. Πολ. 430Α· ― ἐκκλ. τὰ λύματα εἰς τὸν Τίβεριν Στράβων 235· ― καὶ διορθωθὲν ἐν 213, ἀντὶ εἰσκλ-: Παθ., Ἱππ. 414, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐκρέω ἀφθόνως, Ἀπολλόδ. 1. 6, 3.