ἐμπειρικός

Revision as of 10:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A experienced, ἁλιεῖς Arist.HA532b20. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός Id.GA742a17, cf. Alex.243, etc.    2 οἱ ἐμπειρικοί the Empiric school of physicians, Cels.1Praef., Gal.Sect.Intr.1, al., S.E.M.8.327, al.; ἡ -κή their doctrine,= Lat. empirice, Plin.HN29.5; in full, ἐ. αἵρεσις Gal. l.c.; so ἐ. ἱστορία Phld.Rh.1.93S. Adv. -κῶς empirically, ἰατρεύειν S.E.M.8.204, cf. Gal.15.8.

German (Pape)

[Seite 811] ή, όν, wer Erfahrungen hat u. danach handelt; ἁλιεῖς Arist. H. A. 4, 7. Bes. ein Schüler der Aerzte, die nur nach Erfahrung, nicht nach wissenschaftlichen Principien curirten, Sext. Emp. u. A. – Adv. = ἐμπείρως, B. A. 95 aus Alexis.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπειρικός: -ή, -όν, πεπειραμένος, ἁλιεῖς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 14. 2) οἱ ἐμπειρικοί, αἵρεσις ἰατρῶν, οἵτινες ἰσχυρίζοντο ὅτι τὸ μόνον ἀναγκαῖον πρᾶγμα εἰς τὴν τέχνην των ἦτο ἡ πρακτικὴ γνῶσις καὶ ἄσκησις (ἡ ἐμπειρική)· ἴδε Πλάτ. Νόμ. 857C, Γαλην. 2. 286 κἑξ., Κέλσ. 1, προοιμ., Πλίν. Η. Ν. 29. 1, Φαβρίκιου Προλεγόμενα εἰς Σέξτ. Ἐμπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντὶ τοῦ ἐμπείρως, Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 4, κλ.· ἐμπ. ἔχει τινὸς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. Α. 2. 6. 7.