παρενείρω
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
A put in by the side, τὴν χεῖρα Sor.2.60 : metaph., ἑαυτὸν εἰς πάντα π. intrude oneself into everything, Plu.2.793d ; τῷλόγῳ περιττὰς προτάσεις Alex.Aphr. in Top.521.34, cf. Eust.7.39.
German (Pape)
[Seite 516] (εἴρω), daneben einreihen, einschalten, Ath. IV, 190 b u. a. Sp.; ἑαυτὸν εἰς πάντα, sich in Alles einmischen, neben καταμιγνὺς εἰς πάντα, Plut. an seni ger. resp. 18.
Greek (Liddell-Scott)
παρενείρω: παρεισάγω, εἰς πάντα παρενείρων ... ἑαυτόν, παρεισάγων ἑαυτὸν εἰς πᾶν πρᾶγμα, Πλούτ. 2. 793D· τι τῷ λόγῳ Εὐστ. 7. 39· τι μεταξὺ τῶν λόγων Ἄννα Κομν. 1. 338. - Κατὰ Σουΐδ.: «παρενείρει, παρεμβάλλει, ἤγουν λέγει».