στοιχείωσις

From LSJ
Revision as of 10:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχείωσις Medium diacritics: στοιχείωσις Low diacritics: στοιχείωσις Capitals: ΣΤΟΙΧΕΙΩΣΙΣ
Transliteration A: stoicheíōsis Transliteration B: stoicheiōsis Transliteration C: stoicheiosis Beta Code: stoixei/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A teaching, ἀρετῆς Hierocl. in CA11p.445M.; elementary exposition, τῶν ὅλων δοξῶν Epicur.Ep.1p.4U.; αἱ δώδεκα σ., a work by Epicurus, Id.Fr.56; ἡ ἠθικὴ σ., work by Eudromus, Stoic.3.268; σ. καθολικαί Phld.Rh.1.104 S.; τὰ ἁπλᾶ πρὸς στοιχείωσίν ἐστιν ἐπιτήδεια elementary teaching, Simp. in Cat.13.29.    2 doctrine of the elements, Gal.7.678, 15.175, 19.356.

German (Pape)

[Seite 946] εως, ἡ, das Unterrichten in den Anfangsgründen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχείωσις: -εως, ἡ, στοιχειώδης, προκαταρκτικὴ διδασκαλία, στοιχειώδης πραγματεία, Διογ. Λ. 10. 37· αἱ στοιχειώσεις, σύγγραμμά τι τοῦ Ἐπικούρου, αὐτόθι 44· - τὸ ἀλφάβητον, Ἐπιφάν. ΙΙ. μάγευμα, μαγεία, Βυζ.