κρόκη

From LSJ
Revision as of 10:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρόκη Medium diacritics: κρόκη Low diacritics: κρόκη Capitals: ΚΡΟΚΗ
Transliteration A: krókē Transliteration B: krokē Transliteration C: kroki Beta Code: kro/kh

English (LSJ)

ἡ, heterocl. acc.

   A κρόκα Hes.Op.538, nom. pl. κρόκες AP6.335 (Antip.): nom. κρόξ only in Hsch.: (κρέκω):—thread which is passed between the threads of the warp, woof, Hes. l.c., Hdt.2.35, Pl. Plt.282d, 282e, Cra.388b; κ. καὶ στήμων PLille6.12 (iii B. C.); νῶσαι μαλθακωτάτην κ. Eup.319, cf. Men.892; κρόκας ἐμβάλλειν Arist.HA 623a11.    2 generally, thread, Hp.Morb.2.18, Luc.Nav.26, etc.    3 = κροκύς, flock or nap of woollen cloth, ἐν Ἐκβατάνοισι γίγνεται κρόκης χόλιξ; Ar.V.1144: pl., μαλακαῖσι κρόκαις with cloths of soft wool, Pi.N. 10.44; κρόκαισι with flocks of wool, S.OC474; τρίβωνες ἐκβαλόντες . . κρόκας having lost the nap, worn out, E.Fr.282.12; τῆς κ. φορουμένης the wool being torn to pieces, Ar.Lys.896, cf. Th.738; κρόκη θαψίνη yellow wool, IG12.330.17.    II = κροκάλη, pebble on the sea-shore, Arist.Mech.852b29; ἐν κρόκῃσι on the pebbles of the shore, Lyc.107, 193, etc.

Greek (Liddell-Scott)

κρόκη: ἡ: προσέτι ὡς ἐξ ὀνομ. *κρόξ, ἑτερόκλ. αἰτιατ. κρόκα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536, ὀνομαστ. πληθ. κρόκες Ἀνθ. Π. 6. 335· (κρέκω)· ― τὸ ὑφάδι τὸ ὁποῖον εἰσάγεται μεταξὺ τῶν νημάτων τοῦ στήμονος, Λατ. subtemen, Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡρόδ. 2. 35, Πλάτ. Πολιτικ. 283Α, Κράτ. 388Β· νῆσαι μαλθακωτάτην κρ. Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 19, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 301· κρόκας ἐμβάλλειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 3· πρβλ. κροκονητική. 2) καθόλου, μίτος, κλωστή, Ἱππ. 467. 41, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 26, κτλ. 3) = κροκύς, ἐν Ἐκβατάνοισι γίγνεται κρόκης χόλιξ Ἀριστοφ. Σφ. 1144· ἐν τῷ πληθυντ., μαλακαῖς κρόκαις, μὲ ἐνδύματα ἐκ μαλακοῦ ἐρίου, Πινδ. Ν. 10. 83· κρόκαισι, διὰ μαλακῶν μαλλίνων ὑφασμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 474, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· τρίβωνες ἐκβαλόντες... κρόκας, ἀπολέσαντες τὴν μαλλωτὴν ἐπιφάνειαν, τετριμμένοι, Εὐρ. Ἀποσπ. 284. 12· τῆς κρόκης φορουμένης, κατασχιζομένης, Ἀριστοφ. Λυσ. 896, πρβλ. Θεσμ. 738. ΙΙ. ὡς τὸ κροκάλη, λίθος ἀπεστρογγυλωμένος, ψῆφος, χάλιξ ἐπὶ τῆς παραλίας, Ἀριστ. Μηχαν. 15, 1· ἐν κρόκῃσι, ἐπὶ τῶν χαλίκων τῆς παραλίας, Λυκόφρ. 107, 193, κτλ.