συνεξάγω

From LSJ
Revision as of 10:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξάγω Medium diacritics: συνεξάγω Low diacritics: συνεξάγω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΓΩ
Transliteration A: synexágō Transliteration B: synexagō Transliteration C: syneksago Beta Code: suneca/gw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A lead out together, στρατιήν Hdt.5.75; σ. τι εἰς φῶς assist in bringing it out, Pl.Tht.157d.    II carry off together, assist in removing, οἱ ἔμετοι σ. τὸ γλίσχρον Arist.Pr.868b7; ἥλιος σ. τὴν ὑγρότητα Thphr.CP4.13.5; τοὺς συναγωνιστάς Plu.2.787e; σ. ἑαυτήν, of suicide, App.BC4.23.    2 Pass., to be carried away at the same time, οἴκτῳ καὶ μανίῃ APl.4.128.

German (Pape)

[Seite 1015] (s. ἄγω), mit od. zugleich aus-, hinaus-, wegführen; ἕως ἂν εἰς φῶς τὸ σὸν δόγμα συνεξαγάγω, Plat. Theaet. 157 d; S. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξάγω: ἐξάγω ὁμοῦ, στρατιὴν Ἡρόδ. 5. 75· ἕως ἂν εἰς φῶς τὸ σὸν δόγμα ξυνεξαγάγω Πλάτ. Θεαίτ. 157D. ΙΙ. συντελῶ πρὸς ἐξαγωγήν, οἱ ἔμετοι συν. τὸ γλίσχρον Ἀριστ. Προβλ. 2. 22, πρβλ. 37. 2· ἥλιος σ. τὴν ὑγρότητα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 5· τοὺς συναγωνιστὰς Πλούτ. 2. 787· συν. ἑαυτόν, ἐπὶ αὐτοκτονίας, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 23. 2) Παθητ. ὡσαύτως, σ. μανίῃ, παραφέρομαι, συμπαρασύρομαι, Ἀνθ. Πλαν. 128.