ἐκκινέω

From LSJ
Revision as of 10:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκῑνέω Medium diacritics: ἐκκινέω Low diacritics: εκκινέω Capitals: ΕΚΚΙΝΕΩ
Transliteration A: ekkinéō Transliteration B: ekkineō Transliteration C: ekkineo Beta Code: e)kkine/w

English (LSJ)

   A move out of[his lair], put up, ἔλαφον S.El.567 : metaph., ἐ. τὴν νόσον Id.Tr.979 (anap.) ; τόδε τὸ ῥῆμα Id.OT354 ; so σὺ γάρ μ' ἀπ' εὐνασθέντος ἐ. κακοῦ Id.Tr.1242 :—Pass., σκώμμασι μᾶλλον ἢ λοιδορίαις ἐκκινούμεθα Plu.2.631c.

German (Pape)

[Seite 762] herausbewegen; ἔλαφον, aufscheuchen, Soph. El. 557; übertr., ῥῆμα, ausstoßen, O. R. 354; νόσον, aufregen, Trach. 975; σὺ γάρ μ' ἀπ' εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ 1232; außer Fassung bringen, τοῖς σκώμμασι μᾶλλον ἢ ταῖς λοιδορίαις ἐκκινούμεθα Plut. Symp. 2, 1, 4. Vgl. ἐκκυνέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκῑνέω: ἐξεγείρω (ἐκ τῆς φωλέας), «ξιππάζω», ἐξεκίνησεν ποδοῖν στικτὸν κεράστην ἔλαφον Σοφ. Ἠλ. 567· μεταφ., διεγείρω, ἐρεθίζω, ἐκκ. τὴν νόσον Σοφ. Τρ. 979· «βγάζω εἰς τὸ μέσον», οὕτως ἀναιδῶς ἐξεκίνησας τόδε τὸ ῥῆμα; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 354· οὕτω, σὺ γάρ μ’ ἀπ’ εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ ὁ αὐτ. Τρ. 1242: ― Παθ., λοιδορίαις ἐκκινεῖσθαι Πλούτ. 2. 631D: ― Ἐν Ξεν. Κυν. 3. 10 διωρθώθη ἐκκυνοῦσι.