πρόσημαι
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
English (LSJ)
A to be seated at or close to, c. dat., δώμασιν προσήμεναι A. Ag.1191; νερτέρᾳ π. κώπῃ ib. 1617; βωμοῖσι S.OT15: rarely c. acc., καρδίαν προσήμενος A.Ag.834: generally, to be or lie near, νᾶσοι . . τᾷδε γᾷ προσήμεναι Id.Pers.881 (lyr.). II besiege, πύργοισι E. Rh.390.
German (Pape)
[Seite 764] (s. ἧμαι), dabei, dagegen sitzen, νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, Aesch. Ag. 1600; προσήμεθα βωμοῖσι, Soph. O. R. 15; liegen, benachbart sein, νᾶσοι τᾷδε γᾷ προσήμ εναι, Aesch. Pers. 857; selten c. acc., ἰὸς καρδίαν προσήμενος, Ag. 808; belagern, obsidere, c. dat., χαίρω σε προσήμενον πύργοισιν ἐχθρῶν, Eur. Rhes. 390.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσημαι: κυρίως πρκμ. τοῦ προσέζομαι, κάθημαι ἐπί τινος ἢ πλησίον τινός, μετὰ δοτ., δώμασιν προσήμεναι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1191· νερτέρᾳ πρ. κώπᾳ αὐτόθι 1617· βωμοῖσι Σοφ. Ο. Τ. 15· σπανίως μετ’ αἰτ., καρδίαν προσήμενος Αἰσχύλ. Ἀγ. 834 (πρβλ. καθίζω ΙΙ)· ― καθόλου, εἶμαι ἢ κεῖμαι πλησίον, νᾶσοι... τᾷδε γᾷ προσήμεναι ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 280. ΙΙ. πολιορκῶ, Λατ. obsidere, πύργοισι Εὐρ. Ρῆσ. 390.