ὑπεξίστημι
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
A alter gradually, Hsch.; esp. for the worse, perplex, Callistr.Stat.2. II Pass., with aor. 2 and pf. Act., withdraw from, τοῦ νεώ Luc.Am.17; τῆς πόλεως Plu.Cat.Mi.19; τῆς ἀγορᾶς Id.CG1; ὑ. τῆς ἀρχῆς give up all claim to it, Hdt.3.83: c. inf., ὑ. ἄρχειν Luc.Sat.6. 2 c. acc., go out of the way of, avoid, ὑπεκστῆναι βούλομαι τὸν λόγον Pl.Phlb.43a; cf. ὑπεξέρχομαι 1. 3 c. dat., give place to, make way for, X.Ath.1.10; yield to, give way to, ταῖς ἀπορίαις, τῷ καιρῷ, Plu.Sol.25, Cat.Mi. 35.
German (Pape)
[Seite 1188] (s. ἵστημι), allmälig herausstellen, Sp. – Gew. med. nebst den intrans. tempp. des act., 1) darunter heraus- od. hervorgehen, unvermerkt hervorkommen, bes. aus einem Hinterhalte, Sp. – 2) ausweichen, aus dem Wege gehen, vermeiden, τινά, ὑπεκστῆναι βούλομαι τὸν λόγον Plat. Phil. 43 a; auch c. dat., οὔτε ὑπεκστήσεταί σοι ὁ δοῦλος Xen. Ath. 1, 9; u. absolut, ὑπεκστῆναι, Plut. Sol. 25. – 3) von einer Sache abstehen, keine Ansprüche auf sie machen, sie aufgeben, ὑπεξίστασθαι τῆς ἀρχῆς, die Herrschaft abtreten, Her. 3, 83; auch ἄρχειν, Luc. Saturn. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξίστημι: μεθίστημι, μεταβάλλω κατ’ ὀλίγον, Ἡσύχ.· μάλιστα ἐπὶ τὸ χεῖρον, περιπλέκω, Καλλιστρ. Ἔκφρ. 892. ΙΙ. Παθητ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀναχωρῶ κρυφίως, Πλουτ. Κάμιλλ. 22, κλπ.· τοῦ νεὼ Λουκ. Ἔρωτ. 171, κλπ.· - ὑπ. τῆς ἀρχῆς, παραιτοῦμαι πάσης ἀξιώσεως, ἀποσύρομαι, ὡς τὸ Λατιν. abiicare se magistratu, Ἡρόδ. 3. 83· οὕτω μετ’ ἀπαρεμ., ὑπ. ἄρχειν Λουκ. Κρον. 6. 2) μετ’ αἰτ., ἀποφεύγω, ὑπεκστῆναι βούλομαι τὸν λόγο Πλάτ. Φίληβ. 43Α· πρβλ. ὑπεξέρχομαι Ι. 3) ἀποσύρομαι ἐκ τῆς ὁδοῦ πρὸ τοῦ ἀνωτέρου μου, κάμνω εἰς αὐτὸν τόπον, οὔτε ὑπεκστήσεταί σοι ὁ δοῦλος Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 10· - ὑποχωρῶ εἴς τινα, ταῖς ἀπορίαις, τῷ καιρῷ Πλουτ. Σόλ. 25, Κάτων Νεώτ. 35.