ταξείδιον
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
τό,
A purpose, εἴς τινα ταξείδια Ps.-Democr.Alch.p.54 B.
German (Pape)
[Seite 1068] τό, dim. von τάξις, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ταξείδιον: ἢ ὀρθότερον ταξίδιον, τό, ὑποκορ. τοῦ τάξις Δ, στρατεία, στράτευσις, πορεία, ἐκδημία, Κ. Πορφυρ. Πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμανὸν 142, 244, Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 445, Achmes Ὀνειροκρ. 158, 161, κλπ., ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ἡλιόδ. τ. 2, σ. 296, ἴδε καὶ Λεξικ. Ὀρθογρ. καὶ Χρηστ. Ζηκίδου ἐν λ.