σκεπτέον
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
English (LSJ)
(σκέπτομαι)
A one must reflect or consider, Ar.Eq.35, Th. 1.72; οὐ ταύτῃ σ. ὃ ζητοῦμεν Pl. Tht.188c; περί τινος Id.Ti.28b; τόδε, εἰ . . X.Eq.3.4; τίς κτῆσις δικαία ἐστί Id.Cyr.1.3.17; ποῖά ποτε . . Id.Smp.8.39; ὅπως . . Id.An.1.3.11; one must pay attention to, τὸ χωρίον Hp.Liqu.2. 2 σκεπτέος, α, ον, to be considered, examined, ἡ ἀλήθεια σ. αὐτῶν Antipho 3.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
σκεπτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ σκέπτομαι, πρέπει τις νὰ σκεφθῇ ἢ ἐξετάση, Ἀριστοφ. Ἱππ. 35, Θουκ. 1. 72· σκ. τι ταύτῃ Πλάτ. Θεαίτ. 188C· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 28Β· τόδε, εἰ ..., Ξεν. Ἱππ. 3, 4· τί ἐστι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 3, 17· ποῖά ποτε ... ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8, 39· ὅπως ... ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 3, 11. 2) σκεπτέος, α, ον, ὃν πρέπει τις νὰ θεωρήσῃ ἢ ἐξετάσῃ, ἡ ἀλήθεια αὐτῶν σκ. Ἀντιφῶν 124. 10.