ἔντεχνος
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ον,
A within the range or province of art, αἱ πίστεις ἔντεχνόν ἐστι μόνον Arist.Rh. 1354a13. 2 furnished or invented by art, artificial, artistic, Pl. Prt.321d, al.; opp. ἄτεχνος, πίστεις Arist.Rh.1355b36; ἡ ἔ. μέθοδος the regular method, ib.a4. Adv. -ως Id.SE172a35 (condemned by Phryn.327 (who however cites Adv. -ῶς from Lys.Fr.314 S.)). II of persons, skilled, ἔ. δημιουργός a cunning workman, Pl.Lg.903c, cf. Plt.300e.
German (Pape)
[Seite 856] kunstmäßig, künstlich; σοφία Plat. Prot. 321 d; ἐπιχείρησις Legg. IV, 722 d; πίστεις, Beweise, die durch rhetorische Kunst geführt werden, im Ggstz der ἄτεχνοι, wie Zeugenaussagen u. Documente, Arist. rhet. 1, 2 u. Sp. – Von Personen, kunstgeübt, geschickt, δημιουργός Plat. Legg. X, 903 c; Luc. de merc. cond. 7 u. a. Sp. – Adv. ἐντέχνως, von den Atticisten für τεχνικῶς verworfen, von Phryn. 344 aus Lys. angeführt, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντεχνος: -ον, ὁ ἐντὸς τοῦ κύκλου ἢ τῶν ὁρίων τῆς τέχνης, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 3. 2) ἡ ἔντεχνος σοφία, ἡ ἔχουσα ἐν ἑαυτῇ τὴν τέχνην, ἡ ἐν τῇ τέχνῃ σοφία, κλέπτει (ὁ Προμηθεὺς) Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρὶ Πλάτ. Πρωτ. 321D, κ. ἀλλ.· ὁ διὰ τέχνης καὶ μεθόδου κατασκευασθείς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἄτεχνος, Ἀριστ. Ρητ. 1, 2, 2, κτλ., ἡ ἔντεχνος μέθοδος αὐτόθι 1. 1, 11: ― Ἐπίρρ. ἐντέχνως, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 11. 12, πρβλ. Φρύν. 344. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, πεπειραμένος, ἔμπειρος, δεξιός, ἔντεχνος δημιουργός, δεξιός, ἐπιδέξιος τεχνίτης, Πλάτ. Νόμ. 903C, πρβλ. Πολιτικ. 300Ε.