ἐνασκέω
English (LSJ)
A train or practise in a thing, αὑτόν Plu.Alex.17:—Pass. with fut. Med. (Luc.Vit.Auct.3), to be trained, c. dat., Ph.1.448, al., Luc. l. c.: c. acc., ἀτρεκίην AP11.354.10 (Agath.):—Act. intr., like Pass., Plb.1.63.9. II Pass., τῷ ὕφει ἐνης κῆσθαι to be wrought in it, J.AJ3.7.5.
German (Pape)
[Seite 830] darin, daran üben; αὑτόν Plut. Alex. 17; im pass., πᾶσαν ἐνησκήθη πάντοθεν ἀτρεκίην Agath. 70 (XI, 354); intrans., wie im med., sich daran üben, ἐν τοῖς πράγμασι Pol. 1, 63, 9, a. Sp. – Bei Ios. ἐνήσκηνται τῷ ὕφει οἱ λίθοι, sie sind eingewebt.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνασκέω: ἐξασκῶ ἢ γυμνάζω ἔν τινι πράγματι, αὐτὸν Πλουτ. Ἀλεξ. 17. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. (Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3)· ἀσκοῦμαι, γυμνάζομαι ἔν τινι, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 11. 354: ― Ἐνεργ., ἀμετάβ. ὡς τὸ παθ., Πολύβ. 1. 63, 9. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, οὗτοι (οἱ λίθοι)... κατὰ στίχον... ἐνήσκηνται τῷ ὕφει, εἶναι ἐνειργασμένοι ἐν τῷ ὑφάσματι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 5.