ἁφή
English (LSJ)
ἡ, (ἅπτω)
A lighting, kindling, περὶ λύχνων ἁφάς about lamp-lighting time, Hdt.7.215, cf.PTeb.88.12 (ii B. C.), D.H.11.33, D.S.19.31, Ath.12.526c. II (ἅπτομαι) touch, ἐπώνυμον δὲ τῶν Διὸς γέννημ' ἁφῶν (Wieseler for γεννημάτων) τέξεις . . Ἔπαφον A.Pr.850. 2 sense of touch, Pl.R.523e, cf. Arist.EN1118b1, de An.424a12; ἀκριβεστάτην . . τῶν αἰσθήσεων τὴν ἁφήν Id.HA494b16; ἡ ἁφὴ ἐν ταῖς αἰσθήσεσι παρέσπαρται Luc.Salt.70. 3 touch of the harp-strings, metaph., ἐμμελοῦς ἁφῆς καὶ κρούσεως Plu.Per.15; οὐχὶ συμφώνους ἁφάς Damox. 2.42. 4 grip, in wrestling, etc., ἁφὴν ἐνδιδόναι αὑτοῦ Plu.2.86f: metaph., τοῖς ἀφληταῖς τῆς λέξεως ἰσχυρὰς τὰς ἁ. προσεῖναι δεῖ καὶ ἀφύκτους τὰς λαβάς D.H.Dem.18; ἁφὰς ἔχει καὶ τόνους ἰσχυρούς Id.Lys. 13; ἁ. εἶχεν ἡ συνδιαίτησις ἄφυκτον, of Cleopatra, Plu.Ant.27. 5 sand sprinkled over wrestlers, to enable them to get a grip of one another, Arr.Epict.3.15.4; ἁφῇ πηλώσασθαι IG4.955 (Epid., ii A. D.). 6 Math., contact of surfaces, etc., Arist.Ph.227a17, Metaph.1014b22, al.; point of contact, Euc.Phaen.p.16M., al.; of intersection, Papp. 988.9, cf. Alex.Aphr. in Top.24.16. 7 in pl., stripes, strokes, LXX 2 Ki.7.14, al. 8 infection, esp. of leprosy, ib.Le.13.6, al.: generally, plague, Aq.Ge.12.17, Aq., Sm.Ex.11.1. III junction, point of contact in the body, Arist.GC326b12, 327a12; ligament, Ep. Eph.4.16, Ep.Col.2.19.
German (Pape)
[Seite 409] ἡ, 1) das Berühren, Befühlen, Betasten; der Taft- od. Gefühlssinn, Plat. Tim. Locr. 100 d Rep. VII, 523 e; vgl. Arist. de sens. 1 u. oft; dah. a) Angreifen, άφὴν προσφέρειν Plut. Quaest. Symp. 8, 10, 3, Zusammenhang nicht ganz klar; ἁφὴν ἐνδιδόναι, sich beikommen lassen, de cap. ex host. util. p. 270. – b) ἁφὴν ἔχειν, Anziehendes, Lockendes haben, Plut. Anton. 27. – c) der Griff in die Saiten, Plut. Pericl. 15. – d) Zusammenhang, Verbindung, Damox. Ath. III, 102 e. – 2) der gelbe Staubsand, mit dem sich die Ringer nach dem Salben bestreuten, um sich fassen zu können. Epict. – 3) περὶ λύχνων ἁφάς Her. 7, 215, mit Anfang der Nacht, wenn Licht angezündet wird; D. Sic. 19, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἁφή: ἡ, (ἅπτω) τὸ ἀνάπτειν, ἄναμμα, περὶ λύχνων ἁφάς, περὶ τὴν ἀρχὴν τῆς νυκτός, καθ’ ἣν ὥραν ἀνάπτουσι τοὺς λύχνους, Λατ. prima face, Ἡρόδ. 7. 215. ΙΙ. (ἅπτομαι) τὸ ἅπτεσθαί τινος, ψηλάφησις, ψαῦσις, ἐπώνυμον δὲ τῶν Διὸς γέννημ’ ἁφῶν τέξεις... Ἔπαφον (κατὰ Wieseler ἀντὶ γεννημάτων) Αἰσχύλ. Πρ. 850· ἡ αἴσθησις τῆς ἁφῆς, Πλάτ. Πολ. 523Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 10, κἑξ., π. Ψυχ. 2. 11· ἀκριβεστάτην... τῶν αἰσθήσεων τὴν ἁφὴν ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 1. 15, 14· ἡ ἁφὴ ἐν ταῖς αἰσθήσεσι παρέσπαρται Λουκ. π. Ὀρχ. 72. 2) ἡ ψαῦσις, κροῦσις τῶν χορδῶν τῆς κιθάρας, μεταφ. ἐμμελοῦς ἁφῆς καὶ κρούσεως Πλουτ. Περικλ. 15· οὐχὶ συμφώνους ἁφὰς Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 42. 3) λαβή, ἐπαφή, «πιάσιμον», ἐπὶ παλαιστῶν, κ.τ.τ., ἁφὴν ἐνδιδόναι αὐτοῦ Πλούτ. 2. 86F. Ἐντεῦθεν μεταφ., τοῖς ἀθληταῖς τῆς λέξεως ἰσχυρὰς τὰς ἁφὰς προσεῖναι δεῖ καὶ ἀφύκτους τὰς λαβὰς Διον. Ἀλ. π. Δημ. 18· ἁφὰς ἔχει καὶ τόνους ἰσχυρούς ὁ αὐτ. π. Λυσ. 13· ἁφὴν εἶχεν ἄφυκτον, περὶ τῆς Κλεοπάτρας, Πλουτ. Ἀντών. 27. 4) ἐπὶ τῆς κιτρίνης ἄμμου, δι’ ἧς οἱ παλαισταὶ ἀφοῦ πρῶτον ἠλείφοντο δι’ ἐλαίου ἐπεπάσσοντο ὅπως παρέχωσιν εἰς ἀλλήλους λαβήν, «πιάσιμον», Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 15, 4, ἔνθα ἴδε Schweigh. 5) πληγή, τραῦμα, Ἑβδ. (2 Βασιλ. ζ΄, 14, κ. ἀλλ.). ΙΙΙ. ἄρθρωσις ἐν τῷ σώματι, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 8, 24., 1. 9, 3· ἴδε τὸ ῥῆμα ἐπιχορηγέω.