αἵνω
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
aor. inf.
A ἧναι Hp. ap. Gal.19.103 (glossed by κόψαι), Phot.:— sift, winnow, Pherecr.183, cf. Hdn.Gr.2.930; v. ἀνέω. (Possibly for ϝαν-yω, cf. vannus.)
Greek (Liddell-Scott)
αἵνω: πτίσσω = κοσκινίζω, λικμῶ, «λιχνίζω», Φερεκρ. Ἄδηλ. 18 (παρ’ Εὐστ. Ἰλ. 801, 56)· μολγὸν αἵνειν, παροιμ. ἐπὶ ἀδυνάτου πράγματος, ἴδε Bgk παρὰ Meineke, Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 988, 1066 κἑξ., Δινδ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. σ. 504