βελόστασις
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
English (LSJ)
εως, ἡ, = foreg., Plb.9.41.8, Ph.Bel.81.17, D.S. 20.85.
German (Pape)
[Seite 441] ἡ, dasselbe, Pol. 9, 41 D. Sic. 20, 85, Batterie. Auch Wurfmaschine, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
βελόστᾰσις: -εως, ἡ, συστοιχία πολεμικῶν μηχανῶν πρὸς ἐξακόντισιν βελῶν ἤ θέσις ἐν ᾗ τοποθετοῦνται αἱ τοιαῦται μηχαναί, Πολύβ. 9. 41, 8, Διόδ. 20. 85· - ὡσαύτως βελοστασία, ἡ, Ἀθην. π. Μηχαν. σ. 6.