ἀπονοσφίζω
English (LSJ)
A put asunder, exclude from, τινὰ δόμων h.Cer.158. 2 bereave or rob of, ὅπλων τινά S.Ph.979:—Pass., to be robbed of, ἐδωδήν h.Merc.562. 3 Med., embezzle, τὰ κοινά OGI515.49 (Mylasa), prob. in SIG37 (Teos, v B.C.). II c. acc. loci, flee from, shun, S.OT480 (lyr.), cf. Ichn.131.
German (Pape)
[Seite 317] absondern, τινά τινος, trennen, berauben, H. h. Cer. 158; Soph. Phil. 967; τί, rauben, Orph. Arg. 679; aber μαντεῖα ἀπ. O. R. 480 = vermeiden, Schol. ἐκφεύγειν. – Pass., beraubt werden, ἐδωδήν H. h. Merc. 562.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονοσφίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀποστερῶ, χωρίζω, δὲν δέχομαι, ἀποδιώκω, τάων οὐκ ἄν τίς σε… δόμων ἀπονοσφίσσειεν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 158· με μοῖρα φίλων ἀπονενόσφικεν Ἐπιγραφ. Newton σ. 755: ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπ., Κύριλλ. 371D, κτλ. 2) ἀφαιρῶ, ἁρπάζω τι διὰ τῆς βίας παρά τινος. ὅδ’ ἧν ἄρα ὁ ξυλλαβών με καπονοσφίσας ὅπλων Σοφ. Φ. 979: ― Παθ., ἀποστεροῦμαι τινος, ἐδωδήν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 562. ΙΙ. Μετ’ αἰτ. τόπου, φεύγω ἀπό τινος, προσπαθῶ ν’ ἀπομακρύνω τι ἀπ’ ἐμοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 480.