τρόμος
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
ὁ,
A trembling, quaking, quivering, 1 from fear, πάντας ἕλε τ. Il.19.14; ὑπό τε τ. ἔλλαβε γυῖα 3.34, etc.; τ. μ' ὑφέρπει A.Ch. 463 (lyr.), cf. E.Ba.607 (troch.); τ. καὶ ἔκστασις Ev.Marc.16.8; from love, τ. δὲ παῖσαν ἄγρει Sapph. 2.13: pl., shiverings, Hp.Coac.92. 2 from cold, τ. καὶ ῥῖγος Pl.Ti.62b, cf. 85e; γίνεται ὁ τ. διὰ κατάψυξιν Arist.Pr.871a33: generally, ἰνῶν ἀτονία καὶ τ. Phld.Acad.Ind.p.76M.; περὶ τ. Gal.7.584. 3 of earthquakes, Arist.Mete.366b18, Mu.396a10; σεισμοὶ ἐν γῇ καὶ τρόμοι Plu.2.373d.
German (Pape)
[Seite 1151] ὁ, das Zittern, Beben, dah. Furcht, Schrecken; Hom. ὑπὸ δὲ τρόμος ἔλλαβε γυῖα Il. 3, 34, u. öfter; πάντας ἕλε τρόμος 19, 14, u. sonst; τρόμος μ' ὑφέρπει Aesch. Ch. 456; Eur. Bacch. 607 Herc. Fur. 627; τρόμος καὶ ῥῖγος Plat. Tim. 62 b; χειμῶνα καὶ τρόμον ἐντὸς παρέχει 85 e.
Greek (Liddell-Scott)
τρόμος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τρομάρα», τὸ τρέμειν, τρεμοῦλα, τρεμούλιασμα, 1) ὁ ἐκ φόβου τρόμος, «τρεμοῦλα», πάντας ἕλε τρόμος Ἰλ. Τ. 14· ὑπὸ δὲ τρόμος ἔλλαβε γυῖα Γ. 34, κλπ.· τρόμος μ’ ὑφέρπει Αἰσχύλ. Χο. 464, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 607· ἐν τῷ πληθ., φρικιάσεις, «ἀνατριχίλαι», Ἱππ. 130F. 2) ἐκ ψύχους, τρόμος και ῥῖγος Πλάτ. Τίμ. 62Β, πρβλ. 85Ε· ἡ τρ. γίνεται μάλιστα ἀπὸ ψυχροῦ Ἀριστ. Προβλ. 3. 5. 3) ἐπὶ σεισμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 8, 12, περὶ Κοσμ. 4, 31· σεισμοὶ ἐν γῇ καὶ τρόμοι Πλούτ. 2. 373D.