δορυφόρος
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
German (Pape)
[Seite 660] speertragend; ὀπάων Aesch. Ch. 758; gew. ὁ δ., der Speerträger, Her. 1, 59 u. Flgd.; bes. ein Trabant, da die Leibwachen der Könige u. Tyrannen mit Speeren bewaffnet waren; βασιλικῆς σκηνῆς Xen. Cyr. 8, 5, 3; s. Eur. El. 616; Ar. Equ. 448; bei Hdn. 5, 4, 14 u. sonst, wie bei Plut. Galb. 13, die römischen Prätorianer. Auch übertr., δούλαις τισὶ δορυφόροις ἡδοναῖς ξυνοικεῖ Plat. Rep. IX, 587 c; vgl. δ. τῶν τοῦ παιδὸς ἐπιθυμιῶν ἦν Luc. tyrannic. 4. – Nach E. M. u. Hesych. ein Statist auf dem Theater; s. δορυφόρημα.
Greek (Liddell-Scott)
δορῠφόρος: -ον, ὁ φέρων, δόρυ, δόρυ ἔχων μεθ’ ἑαυτοῦ, Λατ. hastatus, ὀπάονες Αἰσχύλ. Χο. 769. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λογχοφόρος, στρατιώτης φέρων δόρυ, ἰδίως σωματοφύλαξ βασιλέως ἢ τυράννου· διότι τῶν σωματοφυλάκων τὸ κύριον ὅπλον ἦτο τὸ δόρυ, Λατ. satelles, ἴδε Ἡρόδ. 1. 59, 89, 91, 98, κτλ.· τοιούτους πρῶτος μετεχειρίσθη ὁ Περίανδρος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 473· ― ἐν Ρώμῃ ἐπὶ τῶν Πραιτωριανῶν, Ἡρωδιαν. 5. 4, 14, Πλούτ. Γάλβ. 13. 3) μεταφ., ἡδοναὶ δ., ἁπλαῖ ὑπηρέτιδες ἡδοναί, Πλάτ. Πολ. 587C, πρβλ. 573Ε· δ. τῶν ἐπιθυμιῶν τινος, παρέχων εἰς αὐτὸν εὐκαιρίας πρὸς ἐκπλήρωσιν τῶν ἐπιθυμιῶν του, Λουκ. Τυρανν. 4· πρβλ. δορυφόρημα.