δορυφόρημα

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῠφόρημα Medium diacritics: δορυφόρημα Low diacritics: δορυφόρημα Capitals: ΔΟΡΥΦΟΡΗΜΑ
Transliteration A: doryphórēma Transliteration B: doryphorēma Transliteration C: doryforima Beta Code: dorufo/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό, bodyguard: used of the κωφὰ πρόσωπα or mute characters on the stage, Luc.Hist.Conscr.4, Jul.Caes.310c: hence of Aridaeus, who was put up as the successor of Alexander, ὁ δέ, ὥσπερ ἐπὶ σκηνῆς δορυφόρημα, κωφὸν ἦν ὄνομα βασιλείας Plu. 2.791e, cf. Id.Alex.77.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 escolta Hld.7.8.6, 10.23.4.
2 cuerpo de guardia ref. a los κωφὰ πρόσωπα o personajes mudos de la escena ὥσπερ κωμικὸν δορυφόρημα = como un guardián de comedia Luc.Hist.Cons.4, cf. Icar.9, τῆς τραγῳδίας τὸ δορυφόρημα Iul.Caes.310c, ἐπὶ σκηνῆς δορυφόρημα κωφόν Plu.2.791e, cf. Alex.77, 2.337e, 2.709c, Ath.190e.

German (Pape)

[Seite 660] τό, Dienst der Leibwache, die Leibwache, Plut. Alex. 77. – Auf dem Theater, = Statist, wie die Trabanten der Könige, eine stumme Person machend, Luc. conscr. hist. 4; ὁ δὲ ὥσπερ ἐπὶ σκηνῆς δορυφόρημα κωφὸν ἦν ὄνομα βασιλέως Plut. an seni ger. resp. 15.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
troupe de gardes du corps.
Étymologie: δορυφορέω.

Russian (Dvoretsky)

δορυφόρημα: ατος τό
1 корпус телохранителей, вооруженная охрана, стража Plut.;
2 театр. актер, исполняющий выходную роль без слов, статист (κωμικόν Luc.; ἐπὶ σκηνῆς δ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δορῠφόρημα: τό, σωματοφύλακες, Λατ. satellitium· κεῖται ἐπὶ τῶν καλουμένων κωφῶν προσώπων, ἤτοι τῶν ἐπὶ τῆς σκηνῆς ἀλάλων προσώπων, Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 4, πρβλ. Herm. Αἰσχύλ. Θήβ. 1· ἐντεῦθεν, ἐπὶ τοῦ Ἀριδαίου, ὅν ὡς διάδοχον τοῦ Ἀλεξάνδρου εἶχον ἀναδείξει, ὁ δέ, ὥσπερ ἐπὶ σκηνής δ., κωφὸν ἦν ὄνομα βασιλείας Πλούτ. 2. 791Ε, πρβλ. τὸν αὐτ. Ἀλεξ. 77.

Greek Monolingual

δορυφόρημα, το (Α)
(για τα βουβά πρόσωπα της σκηνής) σωματοφύλακας.

Greek Monotonic

δορῠφόρημα: -ατος, τό, τάγμα σωματοφυλάκων, σωματοφυλακή, σε Λουκ.

Middle Liddell

δορῠφόρημα, ατος, τό, [from δορῠφορέω] n
a body of guards, Luc.