ἔκβολος

From LSJ
Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκβολος Medium diacritics: ἔκβολος Low diacritics: έκβολος Capitals: ΕΚΒΟΛΟΣ
Transliteration A: ékbolos Transliteration B: ekbolos Transliteration C: ekvolos Beta Code: e)/kbolos

English (LSJ)

ον,

   A thrown out or away, exposed, ἔκβολον οἴκων βρέφος E.Ph.804 (lyr.) ; rejected, σφόνδυλοι Supp.Epigr.2.569.22 (Didyma) ; ἔ. βροτῶν βίου Luc.Trag.215.    2 frustrated, LXXJu. 11.11.    3 cast out, [ἔφοδος] ὡσανεὶ κόσκινον [ἀριθμοὺς] ὥσπερ ἐ. ἀποχωρίσει Iamb.in Nic.p.29P.; τὰ διὰ κοσκίνου ἔ. ib.p.30P.    II Subst. ἔκβολον, τό, outcast, ἔ. κόρης E.Ion555 ; νηδύος ἔ. Id.Ba.91 (lyr.).    2 ναὸς ἔκβολα seem to be rags cast out from the ship, Id.Hel.422 ; but,    3 in Id.IT1042 πόντου ἔκβολον an outbreak, a place where the sea has broken in upon the land.

German (Pape)

[Seite 755] ausgeworfen, verstoßen; ἔκβολον οἴκων βρέφος Eur. Phoen. 811; ausgesetzt, Ion 555; unzeitig, von der Leibesfrucht, Bacch. 90; subst. ὁ ἔκβολος, das Vorgebirge, nach Andern eine Bucht, I. T. 1042; τὰ ἔκβολα νεώς, das Wrack des gestrandeten Schiffes, Hel. 1214.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκβολος: -ον, (ἐκβάλλω) ἐκβληθείς, ἐκριφθείς, ἔκθετος, ἔκβολον οἴκου βρέφος Εὐρ. Φοίν. 104· ἐντεῦθεν, ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἔκβολον, τό, ἀπερριμένον, ἔκβ. κόρης ὁ αὐτ. Ἴων 555· νηδύος ἔκβ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 91· - ἀλλά, ναὸς ἔκβολα, σημαίνει ῥάκη ἐκ τῶν ἱστίων ναυαγήσαντος πλοίου ἀποβρασμένα εἰς τὴν ξηράν, ὁ αὐτ. Ἑλ. 422: ἀλλά, 2) ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 1042, πόντου ἔκβολον, φαίνεται ὅτι σημαίνει μέρος ἔνθαθάλασσα ὑπερβᾶσα τὰ ἑαυτῆς ὅρια εἰσώρμησεν εἰς τὴν γῆν· πρβλ. ἐκβάλλω Χ.