κατάρτισις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A restoration, 2 Ep.Cor.13.9. II training, discipline, Plu.Alex.7. III = καταρτισμός 11, Paul.Aeg.6.99.
German (Pape)
[Seite 1376] ἡ, das Einrichten, Zurechtmachen, Wiederherstellen, καὶ παιδεία Plut. Them. 2, vgl. Alex. 7.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρτῐσις: -εως, ἡ, ἐπανόρθωσις, Β’ Ἐπιστ. π. Κορ. ιγ΄, 9. ΙΙ. γύμνασις ἵππων, Πλουτ. Θεμιστ. 2 (ἀλλ. κατάρτυσις)· παίδευσις, παιδεία, ἀγωγή, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 7.