δικραιόομαι
From LSJ
English (LSJ)
A branch, fork, prob. in Hp.Epid.2.4.1 (but cf. Oss.10); cf. Erot.
Greek (Liddell-Scott)
δικραιόομαι: παθ., σχίζομαι εἰς δύο, διχάζομαι, διορθωθὲν παρ’ Ἱππ. 276, 43., 1035Α, ἐκ τοῦ Ἐρωτιανοῦ· ― δίκραιος, ον, (κεραία), δισχιδής, δίκρανος, ὁ αὐτ. 411. 5, 10, κ. ἀλλ.· ― δικραιότης, ητος, ἡ, τὸ εἶναι δίκραιον, ὁ αὐτ. 411. 5. Πρβλ. δίκροος.