ὑποβιβάζω

From LSJ
Revision as of 10:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποβῐβάζω Medium diacritics: ὑποβιβάζω Low diacritics: υποβιβάζω Capitals: ΥΠΟΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: hypobibázō Transliteration B: hypobibazō Transliteration C: ypovivazo Beta Code: u(pobiba/zw

English (LSJ)

Causal of ὑποβαίνω,

   A draw or bring down: Medic., carry off downwards, i. e. by purging, ὑ. τὰ χολώδη Dsc.3.30, cf. Antyll. ap. Orib.6.6.1.    II Med., stoop or crouch down, of a horse that lowers itself to take up the rider, X.Eq.6.16, Poll.1.213; cf. ὑπόβασις 11.    III lower, humble, Hsch., Phot., Suid.    IV Music., transpose lower, opp. ὑπερβ., Theo Sm.p.92 H.    V Pass., of numbers, to be in a descending series, Iamb. in Nic.p.53 P.

German (Pape)

[Seite 1211] herunter führen, machen, daß Etwas herunter kommt, herabbringen, Sp. – Bei den Aerzten nach unten abführen, τὰ χολώδη Diosc. – Med. sich niederlassen, bes. vom Pferde, den Leib strecken, um den Reiter aufsitzen zu lassen, Xen. de re equ. 6, 16; vgl. Poll. 1, 213.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποβῐβάζω: μέλλ. -βιβάσω, Ἀττ. -βιβῶ· - μεταβ. ἐνεργείας τοῦ ὑποβαίνω, φέρω κάτω, καταβιβάζω· ἐν ἰατρ. φράσει κενώνω κάτωθεν, δηλ. διὰ καθαρτικοῦ, ὑπ. τὰ χολώδη Διοσκ. 3. 35, πρβλ. Ὀρειβάσ. 89 Matth. ΙΙ. Μέσ., ταπεινῶ, χαμηλῶ ἐμαυτόν, ἐπὶ ἵππου ὅστις χαμηλώνει ἑαυτὸν ὅπως δεχθῇ τὸν ἀναβάτην, Λατ. subsidere, «διδακτέον δὲ τὸ ἵππον καὶ ὑποβιβάζεσθαι· ἔστι δὲ τὸ διϊστᾶν τὰ σκέλη, καὶ ἐγκαθίζειν τε καὶ ταπεινοῦν ἑαυτόν, ὥστε εὐπετῶς ἀναβαίνειν τὸν ἱππέα» Ξεν. Ἱππ. 6, 16, Πολυδ. Α΄, 213· πρβλ. ὑπόβασις ΙΙ. ΙΙΙ. ὑποκαταβαίνω, ἐλαττῶ, «ὑποβιβάζοντες· ὑποκαταβαίνοντες. ἐλαττοῦντες» καὶ «ὑποβιβασθέν... ὑποπεπτωκὸς» Ἡσύχ., πρβλ. Φώτ. σ. 626.