γοργότης
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A rapidity, Sm.Ec.2.21, Gloss. II of style, vehemence, vigour, Hermog.Id.2.1, Procl.in Prm.p.509 S., Sch.Od. 1.110, etc.
German (Pape)
[Seite 502] ητος, ἡ, fürchterliches Aussehen; Heftigkeit, Lebhaftigkeit im Blick u. im Ausdruck, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
γοργότης: -ητος, ἡ, ἡ ὀξύτης, σπουδή, ταχύτης, συχν. παρ᾿ Εὐστ., κτλ.