θωρακίζω

From LSJ
Revision as of 10:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωρᾱκίζω Medium diacritics: θωρακίζω Low diacritics: θωρακίζω Capitals: ΘΩΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: thōrakízō Transliteration B: thōrakizō Transliteration C: thorakizo Beta Code: qwraki/zw

English (LSJ)

prose form of θωρήσσω,

   A arm with a breastplate or corslet, θωρακίσας αὐτοὺς καὶ ἵππους X.Cyr.8.8.22:—Med., put on one's breastplate, Id.An.2.2.14:—Pass., θωρακισθείς ib.3.4.35; τεθωρακισμένοι cuirassiers, Th.2.100, X.An.2.5.35; ἄγαλμα τεθ. OGI332.7 (Elaea, ii B.C.).    II generally, cover with defensive armour, τοὺς ἡνιόχους ἐθωράκισε πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν X.Cyr.6.1.29; ὄγκῳ . . χλανίδος εὖ τεθωρακισμένος Ephipp.14.10: metaph., θ. ἑαυτούς, of wild boars, to sheathe themselves in mud, preparatory to fighting, Arist. HA571b16; of the ichneumon, θωρακισθεὶς πηλῷ Str.17.1.39.

German (Pape)

[Seite 1230] mit dem Brustpanzer, Harnisch versehen, panzern, wappnen; θωρακίσας αὐτοὺς καὶ ἵππους Xen. Cyr. 8, 8, 22; auch von der ganzen Rüstung, τοὺς δ' ἡνιόχους ἐθωράκισε πάντα πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν 6, 1, 29; τεθωρακισμένος Thuc. 2, 100; ὄγκῳ χλανίδος Ephipp. bei Ath. XII, 509 d.

Greek (Liddell-Scott)

θωρᾱκίζω: μέλλ. ίσω, πεζὸς τύπος τοῦ θωρήσσω, ὁπλίζω διὰ θώρακος, θωρακίσας αὐτοὺς καὶ ἵππους Ξεν. Κύρ. 8. 8. 22. – Μέσ., φορῶ τὸν θώρακά μου, αὐτόθι 3. 4, 35˙ οἱ τεθωρακισμένοι, φοροῦντες θώρακα, Θουκ. 2. 100, Ξεν. Ἀν. 2. 5. 35. ΙΙ. καθόλου, καλύπτω δι’ ὁπλισμοῦ ἀμυντικοῦ, ἐθωράκισε πλὴν τῶνὀφθαλμῶν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 1, 29· ὄγκῳ… χλανίδος εὖ τεθωρακισμένος Ἔφιππ. ἐν «Ναυαγῷ» 1. 10· ― μεταφ., θ. ἑαυτούς, ἐπὶ ἀγρίων κάπρων καλυπτόντων ἑαυτοὺς διὰ πηλοῦ πρὸ τῆς μάχης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 3· θωρακισθεὶς πηλῷ Στράβ. 812.