ἑφθός
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
English (LSJ)
ή, όν, verb. Adj. of ἕψω,
A boiled, of meat or fish, Hdt.2.77, Hp.VM13, E.Cyc.246, Ar.Pax717, Ecphantid.1, Pl.R.404c, etc.; of vegetables, Antiph.6; of water, Arist.Mete.380b10; of a hot bath, ἑφθόν [με] . . πεποίηκεν Antiph.245. 2 ἑφθὸς χρυσός refined gold, Simon.64. II metaph., languid, unnerved, Hp.Epid.4.16.
German (Pape)
[Seite 1118] adj. verb. zu ἕψω, gekocht; Eur. Cycl. 246; Her. 2, 77; Plat. Rep. III, 404 c u. Folgde; übertr., matt, entkräftet, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑφθός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἕψω, βραστός, παρεσκευασμένος πρὸς τροφήν, μεμαγειρευμένος, ἐπὶ κρέατος καὶ ἰχθύος, Ἡροδ. 2. 77, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Εὐρ. Κύκλ. 246, Ἀριστοφ. Εὐρ. 717, Ἐκφαντίδης ἐν «Σατύροις» 1, Πλάτ. Πολ. 404C, κτλ.· ἐπὶ λαχάνων, κραμβίδιον ἑφθὸν χάριεν ἀστεῖον πάνυ Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκοις» 6· ἐπὶ ὑγρῶν, Ἀριστ, Μετεωρ. 4. 3. 8· ἐπὶ θερμοῦ λουτροῦ, ἑφθόν με πεποίηκεν Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 9. 2) ἑφθὸς χρυσὸς καθαρὸς χρυσός, Σιμωνίδ. 64. ΙΙ. μεταφ., χαλαρός, ἐκνενευρισμένος, νωθρός, Ἱππ. 1225Ε· καὶ οὕτω τὸ οὐσιαστ. ἑφθότης, ητος, ἡ, νωθρότης, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392.