μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Full diacritics: πονηρόφθαλμος | Medium diacritics: πονηρόφθαλμος | Low diacritics: πονηρόφθαλμος | Capitals: ΠΟΝΗΡΟΦΘΑΛΜΟΣ |
Transliteration A: ponēróphthalmos | Transliteration B: ponērophthalmos | Transliteration C: ponirofthalmos | Beta Code: ponhro/fqalmos |
ον,
A with evil (i.e. envious) eye, Al.Pr.23.6.
[Seite 680] mit bösen Augen, = βάσκανος, LXX.
πονηρόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων ὀφθαλμὸν πονηρόν, δηλ. βάσκανον, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμ. Σολομ. ΙΓ΄, 6, ἐν τῇ Παλ. Διαθ., ἔνθα νῦν, ἀνδρὶ βασκάνῳ.