λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
[Seite 620] ἡ, Bestätigung, Sp.
πιστοποίησις: ἡ, βεβαίωσις, λίαν μεταγεν.