δωδεκαετής
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
ές, or δωδεκᾰ-έτης, ες, (ἔτος)
A lasting twelve years, χρόνος J.AJ15.9.6. II twelve years old, Plu. Comp.Lyc.Num.4, 2.198c.
German (Pape)
[Seite 693] ές, zwölfjährig, Plut. Lyc. et Num. 4, s. δωδεκέτης.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκαετής: -ές, ἢ -έτης, ες, (ἔτος) διαρκῶν δώδεκα ἔτη (;) ΙΙ. δώδεκα ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, Πλούτ. Συγκρ. Λυκούργ. Νουμ. 4., 2. 198C· πρβλ. δεκαετής.