βόσκημα

From LSJ
Revision as of 10:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόσκημα Medium diacritics: βόσκημα Low diacritics: βόσκημα Capitals: ΒΟΣΚΗΜΑ
Transliteration A: bóskēma Transliteration B: boskēma Transliteration C: voskima Beta Code: bo/skhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is fed or fatted: in pl., fatted beasts, cattle, S.Tr.762, E.Ba.677, X.HG4.6.6; of sheep, E.Alc.576 (lyr.), El.494; ἐμῆς χερὸς β., of horses, Id.Hipp.1356 (lyr.); of dogs, X.Cyr.8.1.9; ζῆν ἀπὸ βοσκημάτων Arist.Pol.1319a20: dual, of a couple of pigs, Ar.Ach.811: sg., of a single beast, ἄκανθα ποντίου β. A.Fr.275.3; ἐν τρόπῳ βοσκήματος πιαινόμενον ζῆν Pl.Lg.807a; opp. θηρίον, Arist.MM1204a38, Str.16.4.16.    II food, β. πηυονῆς A.Supp.620, cf. S.El.364, Ar.Ra.892; ἀναίματον β. δαιμόνων prey drained of blood by the Erinyes, A.Eu.302.

German (Pape)

[Seite 454] τό, 1) das geweidete Vieh, Viehheerde, Soph. Tr. 762; Eur. Bacch. 676; Ar. Ach. 870; Xen. Hell. 4, 6, 6; Plut. Rom. 7; übh. Vieh, Plat. Theaet. 162 e u. öfter. – 2) das Futter, Nahrung, πημονῆς Aesch. Suppl. 6154 Soph. El. 364.

Greek (Liddell-Scott)

βόσκημα: τό, τὸ βοσκόμενον· κατὰ πληθ., ζῷα τεθραμμένα, θρέμματα, Σοφ. Τρ. 762, Εὐρ. Βάκχ. 677, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 6· ἐπὶ προβάτων, Εὐρ. Ἀλκ. 576, Ἠλ. 494· ἐμῆς χερὸς β., ἐπὶ ἵππων, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1356· ζῆν ἀπὸ βοσκημάτων Ἀριστ. Πολ. 6. 4, 11· ― ἐν τῷ δυϊκῷ ἐπὶ ζεύγους χοίρων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 811· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ ἑνὸς ζῴου, ἄκανθα ποντίου βοσκήματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 270· ἐν τρόπω βοσκήματος Πλάτ. Νόμ. 807Α· ἀντίθ. τῷ θηρίον, Ἀριστ. Ἠθ. Μ. 2. 7, 4, Στράβ. 775. ΙΙ. τροφή, β. πημονῆς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 620. πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 364· ἀναίματον β. δαιμόνων, θῦμα τῆς ὀργής τῶν Ἐρινύων ἄνευ αἵματος, διότι τὸ ἀφῄρεσαν αὐταί, Αἰσχύλ. Εὐμ. 302.