ἶυγξ

From LSJ
Revision as of 11:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151

Greek (Liddell-Scott)

ἶυγξ: ἴυγγος, ἡ, (ἰύζω) «τὸ ὄρνεον τὸ λεγόμενον σεισοπυγὶς» (Σουΐδ.), κοινῶς «σουσοῦρα», σουσουράδα «ἢ κωλοσουσουράδα», lynx torquilla, κληθεῖσα οὕτως ἐκ τῆς κραυγῆς αὐτῆς, ἐνῷ τὸ τῆς συνηθείας ὄνομα προέκυψεν ἐκ τῆς σείσεως τῆς οὐρᾶς, καὶ τὸ παρ᾽ Ἄγγλοις wryneck ἐκ τῆς κινήσεως τοῦ αὐχένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 4, π. Ζ. Μορ. 4. 12, 35, Αἰλ. π. Ζ. 19. Οἱ γόητες καὶ αἱ μάγισσαι τῶν ἀρχαίων ἔδενον τὸ πτηνὸν τοῦτο εἰς τροχὸν καὶ περιέστρεφον αὐτὸν πιστεύουσαι ὅτι οὕτως εἷλκον τὰς καρδίας ἀνδρῶν καὶ ἔθελγον ἢ ἐμάγευον αὐτοὺς εἰς ὑπακοήν· ἐντεῦθεν ἦτο ἐν πολλῇ χρήσει πρὸς ἀνάκτησιν ἀπίστων ἐραστῶν. Ἡ ἐνέργεια αὕτη ἐκαλεῖτο ἕλκειν ἴυγγα ἐπί τινι, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 17 (ἔνθα ἴδε Schneid.)· οὕτως, ἶυγξ ἕλκει τινὰ ποτὶ δῶμα Θεόκρ. 2. 17· καὶ μεταφ., ἕλκομαι ἴυγγι ἦτορ, ὡς διὰ μαγείας, Πινδ. Ν. 4. 56· ὥσπερ ἀπὸ ἴυγγος τῷ κάλλει ἑλκόμενος Λουκ. π. Οἴκου 13· οὕτως ἐν Πινδ. Π. 4. 381, ἴυγγα τετράκναμον, πιθανῶς σημαίνει τὸν τροχὸν τὸν ἔχοντα τὰς πτέρυγας καὶ τοὺς πόδας τῆς ἴυγγος τεταμένα οὕτως ὥστε νὰ ἀποτελῶσι τέσσαρας κνήμας ἤτοι ἀκτῖνας τοῦ τροχοῦ, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 205, καὶ ἴδε Σχολιαστ. Πινδ. ἔνθ᾿ ἀνωτ. 2) μεταφ., γοητεία, φίλτρον, τῇ σῇ ληφθέντες ἴυγγι Ἀριστοφ. Λυσ. 1110, πρβλ. Λυκόφρ. 310. Διογ. Λ. 6. 76· ― ὡσαύτως, λέξις ἰσχυροτέρα τοῦ πόθος, σφοδρὰ ἐπιθυμία, ἴυγγα… ἀγαθῶν ἑτάρων Αἰσχύλ. Πέρσ. 989. ῑ Ἐπικ. καὶ παρὰ Πινδ.· ῐ Ἀττ..