εἰσιτήριος
English (LSJ)
ον, (εἴσειμι)
A belonging to entrance: εἰσιτήρια (sc. ἱερά), τά, a sacrifice at the beginning of a year or entrance on an office, D.19.190; εἰ. ὑπὲρ τῆς βουλῆς ἱεροποιῆσαι Id.21.114, cf. SIG 695.25 (Magn. Mae., ii B.C.), D.C.45.17; εἰσιτήριοι θυσίαι Hld.7.2 : sg., εἰσιτήριον, τό, entrance-deposit, PRyl.77.37 (ii A.D., ἰσητ-Pap.):— Att. Inscrr. have εἰσιτητήρια, IG22.17, al.
German (Pape)
[Seite 743] zum Eingang gehörig, bes. τὰ εἰσιτήρια, Opfer beim Anfange des Jahres, nach B. A. 245 beim Antritt eines Amtes, ὅταν βουλεύειν ἢ ὅταν ἄρχειν τις χειροτονηθῇ, wo auch ein solches Opfer beim Eintritt der βουλὴ εἰς τὸ δικαστήριον erwähnt ist;;ibd. p. 187 steht einfach ἀρχὴ τοῦ ἔτους ἱερά, ἐν ᾑ προϊᾶσιν ἄρχοντες. Vgl. Dem. 19, 190. 21, 114; θυσίαι Heliod. 7, 2.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσιτήριος: -ον, (εἴσειμι) ὁ τῆς εἰσόδου, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν εἴσοδον· - εἰσιτήρια (ἐνν. ἱερά), τά, θυσία κατὰ τὴν ἀρχὴν ἔτους ἢ κατὰ τὴν εἰσέλευσιν εἰς ἀξίωμα, Δημ. 400. 24· εἰσιτήρια ὑπὲρ τῆς βουλῆς ἱεροποιῆσαι ὁ αὐτ. 552. 3, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1245· οὕτως, εἰσιτήριοι θυσίαι Ἡλιόδ. 7. 2· πρβλ. εἰσηλύσια.