σύνοψις

From LSJ
Revision as of 11:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνοψις Medium diacritics: σύνοψις Low diacritics: σύνοψις Capitals: ΣΥΝΟΨΙΣ
Transliteration A: sýnopsis Transliteration B: synopsis Transliteration C: synopsis Beta Code: su/noyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a seeing all together, general view, whether with the eyes or mind, ἡ σ. τῶν νόμων Pl.Lg.858c; συνακτέον εἰς σ. one must bring under one view, Id.R.537c; ὑπὸ μίαν σ. ἀγαγεῖν Plb.1.4.1; εἰς σ. ἀγαγεῖν Gal.6.77; τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς σ. Plb.6.27.1; ἐν σ. ἀλλήλων in sight of one another, Id.38.18.6; ἐς σ. ἐλθεῖν (sc. ἀλλήλων) D.S.24.1; πεσεῖν εἰς σ. λογισμοῦ D.H.Th.6.    2 epitome, Plu.2.1057c tit.; recapitulation, Herm.in Phdr.p.158A.    3 estimate, ἡ λεγομένη κατὰ σύνοψιν ἀπαίτησις the collection of taxes according to the estimate, OGI 669.55, cf. 58 (Egypt, i A.D.), Sammelb.5230.50 (i A.D.), PRyl.221.24 (iii A.D.) ; τὴν σ. τῶν δεομένων τόπων ζωγραφίας τοῦ . . βαλανίου POxy.896.6 (iv A.D.), cf. 1450.12 (iii A.D.); ὁ τὴν σ. εἰληφώς the official who accepted the tender, ib.1117.7 (ii A.D.); = aestimatum, opinio, taxatio, Gloss.    4 expense, ἄνευ δημοσίας σ. Sammelb.7475.14 (vi/vii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σύνοψις: ἡ, ἡ διὰ μιᾶς πολλῶν πραγμάτων ἐπισκόπησις ἢ περιληπτικὴ ἐπισκόπησις εἴτε διὰ τῶν ὀφθαλμῶν γινομένη εἴτε διὰ τῆς διανοίας, ἡ σ. τῶν νόμων Πλάτ. Νόμ. 858C· συνακτέον εἰς σ., πρέπει τις συναγάγῃ ὑπὸ μίαν ἔποψιν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 537C· ὑπὸ μίαν σ. ἀγαγεῖν Πολύβ. 1. 4, 1· τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς σ. ὁ αὐτ. 6. 27, 1· ἐν σ. ἀλλήλων, εἰς ὄψιν ἀλλήλων, ὁ αὐτ. 40. 5, 6· ἐς σ. ἐλθεῖν (ἐξυπακ. ἀλλήλων) Διοδ. Ἐκλογ. 508. 28· πεσεῖν εἰς σ. λογισμοῦ Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 6. 2) πίναξ τῶν περιεχομένων, περίληψις, Πλούτ. 2. 1057D· κατὰ σύνοψιν παραγράφεσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 58. 3) συνοπτικὴ πραγματεία, ἐπιτομή, Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 3. 35.