ὀσφραίνομαι

From LSJ
Revision as of 11:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσφραίνομαι Medium diacritics: ὀσφραίνομαι Low diacritics: οσφραίνομαι Capitals: ΟΣΦΡΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: osphraínomai Transliteration B: osphrainomai Transliteration C: osfrainomai Beta Code: o)sfrai/nomai

English (LSJ)

fut.

   A ὀσφρήσομαι Ar.Pax152: aor. 2 ὠσφρόμην Hdt. (v. infr.), Ar.Ach.179; inf. ὀσφρέσθαι Eup.10; part. ὀσφρόμενος Philonid.3 (the aor. 1 form ὤσφραντο in Hdt.1.80, Aristid.2.308 J. seems to be an error of the copyists for ὤσφροντο which is v.l. in Aristid.):—Pass., aor. ὠσφράνθην Hp.Superf.25, Arist.de An.424b4, Pr.887a10, LXX Ge.8.21: fut. ὀσφρανθήσομαι ib.To.6.18, Ps.134(135).17: the forms ὀσφρᾶται, -ῶνται, etc. only in late writers, as Ph. 1.617 (dub. l.), Paus.9.21.3, Luc.Pisc.48, Anon.Lond.33.30 (f.l. in Antiph.147.6, Philem.79.26): aor. ὠσφρήσαντο Arist. ap. Ael.NA9.54 (om. Rose), Arat.955, Ael.NA5.49, etc., ὀσφρηθῆναι Anon.Lond. 34.49, ὠσφρήθη Hsch.:—catch scent of, smell, c. gen., Hdt.1.80, Ar.Ra.654, X.Mem.2.1.24, etc.: abs., Pl.Phd.96b, etc.; ἡ αἴσθησις ἡ τοῦ ὀσφραίνεσθαι Arist.Sens.445a5: c. acc. only in late writers, ὀ. θρυαλλίδα ἐσβεσμένην Arist. ap. Ael.NA9.54; for in E.Cyc.154 (εἶδες γὰρ αὐτήν;—οὐ μὰ Δί', ἀλλ' ὀσφραίνομαι) , αὐτῆς must be supplied, cf. Ar.Ra.489; and in Id.Pl.896, ὀσφραίνει τι; τι is adverbial, at all.    2 metaph., get scent of, τῆς Ἱππίου τυραννίδος Id.Lys.619; τοῦ χρυσίου Luc.Tim.45.    II causal in Act., ὀσφραίνειν τινά τινι make one smell at a thing, Gal.12.795; cf. ἀπ-, προσοσφραίνω.

German (Pape)

[Seite 401] fut. ὀσφρήσομαι, aor. ὠσφρόμην, ὀσφρέσθαι, selten ὠσφράμην, Her. ὄσφραντο, Sp. auch ὠσφρησάμην, Arat. Dios. 223, u. in späterer Prosa, Lob. Phryn. p. 741; ὅταν ὀσφρανθῶσι Philem. bei Ath. VII, 289, wie ὀσφράνθητι Mach. ibid. XIII, 577f; – riechen, wittern, spüren; Eur. Cycl. 154; ὤσφροντο Ar. Ach. 179; ὀσφρόμενος Vesp. 792; gew. c. gen., ὡς ὄσφραντο τάχιστα τῶν καμήλων οἱ ἵπποι, Her. 1, 80, wie Xen. Mem. 2, 1, 24; absolut, Plat. Phaed. 96 b Theaet. 165 d u. Folgende; übertr., ὀσφραίνομαι τοῦ χρυσίου, Luc. Tim. 45. – Spätere Aerzte haben auch das act. ὀσφραίνω, zu riechen geben, riechen lassen, τινά τι, Einen an Etwas riechen lassen, Lob. Phryn. p. 468; dah. pass. ὀσφραίνομαι, gerochen werden. – Die Präsensformen ὀσφρέω u. ὀσφράω sind wohl nie gebraucht, ὀσφρᾶται Luc. Pisc. 48 zweifelhaft, vgl. Lob. zu Soph. Ai. p. 220.

Greek (Liddell-Scott)

ὀσφραίνομαι: μέλλ. ὀσφρήσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 152: ἀόρ. ὠσφρόμην, ὀσφρέσθαι, ὀσφρόμενος Ἡρόδ., Ἀττικ.· (οἱ τοῦ Ἰων. μέσ. ἀορ. α΄ τύποι ὤσφραντο, ὄσφραντο παρ’ Ἀριστείδ. 2. 308, Ἡρόδ. 1. 80 ἴσως εἶναι σφάλματα τῶν ἀντιγραφέων ἀντὶ ὤσφροντο, ὄσφροντο)· - Παθητ. ἀόριστ. ὠσφράνθην Ἱππ. 262. 49· ὅταν ὀσφρανθῶσι Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 26, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 12, 5, Προβλ. 7. 6: μέλλ. ὀσφρανθήσομαι Ἑβδ. (Τωβ. Ϛ΄, 18)· - οἱ τύποι ὀσφρᾶται, -ῶνται, κτλ., μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Παυσ. 9. 21, 3, Λουκ. Ἁλ. 48, Φίλων 1. 617. (ὠσφρῶντο ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 179, καὶ ὀσφρᾶσθαι ἐν Ἀντιφάνους «Λύκωνι» 1, 6, διωρθώθησαν ὑπὸ τοῦ Elmsl.)· ἀόρ. ὠσφρήσαντο Ἄρατ. 955, Αἰλ., κλ.· ἀποθ. Ὀσφραίνομαι μετὰ γενικ., κρομμύων ὀσφραίνομαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 654· τίνων ὀσφραινόμενος ἡσθείης Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 24, κτλ.· ἀπολ., Πλάτ. Φαίδων 96Β, κτλ.· ἡ αἴσθησις ἡ τοῦ ὀσφραίνεσθαι Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 27· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., τὴν ὀσμὴν ὀσφραινόμενος Ἡρόδ. 1. 80· - μετ’ αἰτιατ. μόνον παρὰ τοῖς μεταγενεστ., ὀσφρ. θρυαλλίδα ἐσβεσμένην Αἰλ. π. Ζ. 9. 54· - διότι ἐν Εὐρ. Κύκλ. 154 (εἶδες γὰρ αὐτήν; - οὐ μὰ Δι’, ἀλλ’ ὀσφραίνομαι), τὸ αὐτῆς πρέπει νὰ νοηθῇ, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 489· καὶ ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 897· ὀσφραίνει τι; τὸ τι κεῖται ἐπιρρηματικῶς = καθόλου, διόλου. 2) μεταφορ., «παίρνω μυρωδιά», τῆς τυραννίδος Ἀριστοφ. Λυσ. 619· τοῦ χρυσίου Λουκ. Τίμ. 45. ΙΙ. Μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεργ., ὀσφραίνειν τινά τινι, κάμνω τινα νὰ μυρίσῃ τι, Γαλην. 10. 595., 13. 454· οὕτω καὶ ἀπ-, προσ- ορσφραίνω. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 530.