ἀλκυονίς
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = ἀλκυών, A.R.1.1085, Epigr.Gr.205 (Halicarn.), 241.8 (Smyrna). II Adj. ἀλκῠονίδες, αἱ, with or without ἡμέραι, winter days during which the halcyon builds, and the sea is calm, hence prov. of undisturbed tranquillity, Ar. Av.1594, cf. Arist.HA 542b15, Philoch.180, Luc.Halc.2, Suid.; placed in spring by Ps.- Democr. ap. Gem. Calend.9: sg. in Alciphr.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκυονίς: -ίδος, ἡ, κατὰ τύπον ὑποκορ. τοῦ ἀλκυών, ἀλλά κατὰ χρῆσιν = ἀλκυών, ‘Απολλ. Ρόδ. Α. 1085, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 205. Συλλ. Ἐπιγρ. 3333. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἀλκῠονίδες, αἱ, μετὰ ἢ ἄνευ τοῦ ἡμέραι, = αἱ 14 τοῦ χειμῶνος ἡμέραι, καθ’ ἃς ἡ ἀλκυὼν κτίζει τὴν φωλεάν της καὶ ἡ θάλασσα εἶναι πάντοτε γαληνιαία. ὅθεν αἱ ἀλκυονίδες ἡμέραι, παροιμ. ἐπὶ ἀδιαταράκτου γαλήνης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1594· ἔνθα ἴδε Σχολ., πρβλ. Θεόκρ. 7. 57, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 8, 9, κἑξ. Φιλόχ. 180: ― ὡσαύτως ἀλκυόνειοι ἡμέραι, ἐν Ἀριστ. (ἔνθ’ ἀνωτ.)· πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 1. 36.