ζωγρίας
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one taken alive, ζωγρίαν συλλαμβάνειν, ἑλεῖν τινα, Ctes.Fr.29.3,9, Zos.1.51; οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν LXXDe.2.34; ζωγρίας ἐλήφθη D.S.25.10; ζωγρίας ἔλαβε δισχιλίους ibid.; ζωγρίαι ἑάλωσαν Memn.56.3.
German (Pape)
[Seite 1142] ὁ, der Lebendiggefangene, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζωγρίας: ὁ, ὁ συλληφθεὶς ζῶν, ζωγρίαν λαμβάνειν τινὰ Κτησίας 3 καὶ 9, Ζώσιμ. 1. 51˙ οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν Ἑβδ. (Δευτ. β΄, 34)˙ ζωγρίας ἐλήφθη Διόδ. Ἀποσπ. 510. 54˙ ζωγρίας ἔλαβε δισχιλίους αὐτόθι 62˙ ζωγρίαι ἑάλωσαν Μέμνων ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 238. 28.