ἀρτιάκις
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A an even number of times, opp. περιττάκις, Pl.Prm.144a, Plu.2.429d; ἄρτια ἀ. even times even, of powers of two, Pl.Prm.143e, cf. Ascl.Tact.2.7.
German (Pape)
[Seite 361] mit 2 od. einer geraden Zahl multiplicirt, Plut. def. orac. 36; ἄρτιος, gerade mal gerade, von den Zahlen, die, mit 2 dividirt, wieder eine gerade Zahl geben, Ggstz περισσάκις, Plat. Parm. 143 e; vgl. Nicom. ar. 1, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιάκις: [ᾰ], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ περισσάκις, ἡ δὲ πεντὰς ἂν μὲν ἀρτιάκις λαμβάνηται, τὸν δέκα ποιεῖ τέλειον, ἐὰν δὲ περισσάκις, ἑαυτὸν πάλιν ἀποδίδωσιν Πλούτ. 2. 429D· ἄρτιά τε ἄρα ἀρτιάκις ἂν εἴη καὶ περιττὰ περιττάκις κτλ. Πλάτ. Παρμ. 144Α· ἀρτιάκις ἄρτιος, ἐπὶ ἀριθμοῦ ὅστις διαιρούμενος διὰ τοῦ δύο δίδει πηλίκον ἄρτιον, Πλάτ. Παρμ. 143Ε κἑξ.