εἰλαπίνη
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
ἡ,
A solemn feast or banquet (Ath.8.362e), γάμοι τ' ἔσαν εἰλαπίναι τε Il.18.491; εἰλαπίνη ἠὲ γάμος, both opp. ἔρανος, Od.1.226, cf. E.Med.193 (lyr.), Hel.1337 (lyr.), Pl.Ax. 371d (pl.), A.R.1.13, Plu.2.169d (pl.), Ant.Lib.4.4, BGU1080.10 (iii A. D.); cf. ἐλλαπίνα.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλᾰπίνη: ῐ, λαμπρὸν καὶ πολυτελὲς συμπόσιον, «τὰς θυσίας καὶ τὰς λαμπρὰς παρασκευὰς ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ εἰλαπίνας» Ἀθήν. 362Ε· γάμοι τ’ ἔσαν εἰλαπίναι τε Ἰλ. Σ. 491· εἰλαπίνη ἠὲ γάμος, ἔνθα ἀμφότερα ἀντιτίθενται πρὸς τὸ ἔρανος (ὃ ἴδε), Ὀδ. Α. 226· οὕτως Εὐρ. ἐν Μηδ. 193, Ἑλ. 1337, Πλούτ. 2. 169D, κτλ.