μαστίχινος
English (LSJ)
η, ον,
A prepared with mastich, ἔλαιον Dsc.1.42, Gal.11.870, Philagr. ap. Orib.5.19.10.
Greek (Liddell-Scott)
μαστίχῐνος: -η, -ον, παρεσκευασμένος διὰ μαστίχης, ἴδε μαστιχέλαιον.
η, ον,
A prepared with mastich, ἔλαιον Dsc.1.42, Gal.11.870, Philagr. ap. Orib.5.19.10.
μαστίχῐνος: -η, -ον, παρεσκευασμένος διὰ μαστίχης, ἴδε μαστιχέλαιον.