ἔμπαιος

From LSJ
Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπαιος Medium diacritics: ἔμπαιος Low diacritics: έμπαιος Capitals: ΕΜΠΑΙΟΣ
Transliteration A: émpaios Transliteration B: empaios Transliteration C: empaios Beta Code: e)/mpaios

English (LSJ)

(A), ον,

   A knowing, practised in, c.gen., οὐδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης [penult. short] Od.20.379; κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης 21.400; ἔ. δρόμων Lyc.1321.
ἔμπαιος (B), ον, (παίω)

   A bursting in, sudden, τύχαι A.Ag.187 (lyr.); πολλὰ δὲ δείλ' ἔμπαια prob. in Emp.2.2.

German (Pape)

[Seite 809] = ἔμπειρος (vgl. ἐμπάζομαι?), kundig, erfahren; τινός, in Etwas, z. B. ἔργων, κακῶν, Od. 20, 379. 21, 400; δρόμων Lycophr. 1321 [in der ersten Stelle der Od. ist αι kurz gebraucht]. (s. παίω), dareinschlagend, τύχαι Aesch. Ag. 180, plötzlich hereinbrechend.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπαιος: -ον, (Α) = ἔμπειρος, εἰδήμων, ἠσκημένος ἔν τινι, μετὰ γεν., οὔδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης (ἡ παραλήγ. βραχεῖα) Ὀδ. Υ. 379· κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης Φ. 400· ἔμπ. δρόμων Λυκόφρ. 1321. - Παλαιὰ ποιητ. λέξις, ἴσως συγγενὴς τῷ ἐμπάζομαι, δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ ἑπομένου.