προσωτέρω

From LSJ
Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωτέρω Medium diacritics: προσωτέρω Low diacritics: προσωτέρω Capitals: ΠΡΟΣΩΤΕΡΩ
Transliteration A: prosōtérō Transliteration B: prosōterō Transliteration C: prosotero Beta Code: proswte/rw

English (LSJ)

Att. πορρωτέρω ( πορρώτερον v.l. in Arist.Mu.397b35; late προσώτερον, Iamb.Myst.5.9), Comp. of πρόσω,

   A further on, ἔτι π. Hdt.2.175, 4.7; ἐπιδιώκειν ἔτι π. Id.8.111; π. ἀπεῖναι Hp.Art. 46; αἱ πορρ. πόλεις the more distant, Plb.5.34.8: c.gen., further than, Hdt.4.16, etc.; πορρ. τοῦ καιροῦ X.HG7.5.13; π. εἰπεῖν τούτων Hdt. 6.124; πορρ. τοῦ δέοντος Pl.R.562d; πορρ. τῶν τριτείων Id.Phlb.22e: also with the Art., τὸ προσωτέρω πορεύεσθαι, πλέειν, Hdt.1.105, 3.45, etc.; τὸ π. τούτων Id.2.103.    2 further from, τῶν πυλῶν Plu. Cam.4.    II Sup. προσωτάτω ( προσώτατα Hdt.2.103, S.El.391), Att. πορρωτάτω, furthest, ἀποπτύουσιν ὡς δύνανται πορρωτάτω X. Mem.1.2.54; ὅτι π. ταχθέντες Id.Cyr.2.1.11; τὰ προσωτάτω when furthest distant, Hdt.4.43; προσώτατα ἀπικέσθαι Id.2.103; δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω S.Aj.731; ὅπως ἀφ' ὑμῶν ὡς προσώτατ' ἐκφύγω as far as possible, Id.El.391.    2 c. gen., furthest from, ὅτι πορρωτάτω τοῦ βουλευομένου κατοικοῦν Pl.Ti.70e; ἐμαυτὸν ὡς πορρωτάτω ποιῆσαι τῶν ὑποψιῶν Isoc.3.37; also ὡς πορρ. ἀπὸ τῆς πόλεως Id.17.19.

Greek (Liddell-Scott)

προσωτέρω: Ἀττ. πορρωτέρω, συγκρ. τοῦ πρόσω, περαιτέρω, Ἡρόδ. 2. 175· ἔτι πρ. 4. 7· ἐπιδιώκειν ἔτι πρ. 8. 111· πρ. ἀπεῖναι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812· αἱ πορρ. πόλεις, αἱ μᾶλλον ἀπέχουσαι, Πολύβ. 5. 34, 8· ― μετὰ γεν., πλέον ἤ…, Ἡρόδ. 4. 16, κτλ.· πορρ. τοῦ καιροῦ Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 13· πρ. εἰπεῖν τούτων Ἡρόδ. 6. 124· πορρ. τοῦ δέοντος Πλάτ. Πολ. 562D· ― ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ προσωτέρω Ἡρόδ. 1. 105., 3. 45, κτλ.· τὸ πρ. τούτων ὁ αὐτ. 2. 103. 2) περαιτέρω ἀπό τινος, τῶν πυλῶν Πλουτ. Κάμιλλ. 4· πορρ. τῶν τριτείων Πλάτ. Φίληβ. 22Ε. ΙΙ. ὑπερθετ. προσωτάτω, Ἀττ. πορρωτάτω, μακρότατα, ἀποπτύουσιν ὡς δύνανται πορρωτάτω Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 54· ὅ τι πρ. σταθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 1, 11· τὰ προσωτάτω, τὰ πλεῖστον ἀπέχοντα μέρη, Ἡρόδ. 4. 43· ὡσαύτως προσώτατα ὁ αὐτ. 2. 103. 2) μετὰ γεν., εἰς μεγίστην ἀπόστασιν ἀπό..., Πλάτ. Νόμ. 800C· πορρωτάτω τῶν ὑποψιῶν Ἰσοκρ. 34C· ὡσαύτως, πορρ. ἀπὸ τῆς πόλεως ὁ αὐτ. 362D· ἀφ’ ὑμῶν ὡς προσώτατ’ ἐκφύγω, ὅσον εἶναι δυνατὸν μακράν, Σοφ. Ἠλ. 391· ― ἀλλὰ παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 731, δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω θεωρεῖται ὑπὸ τοῦ Λοβ. προτιμότερον τοῦ προσωτάτου, διότι τὰ ἐπίθετα προσώτερος, -ατος εἶναι μεταγενέστερα. Ὁ Πολύβ., ἔνθ’ ἀνωτέρ., ἔχει πορρώτερον ὡς ἐπίρρ.· πρβλ. πρόσωθεν ἐν τέλ.