καταληκτικός
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
English (LSJ)
ή, όν,
A leaving off; esp. in Metric, of verses having the last foot incomplete, Heph.4.2, Anon.Metr.Oxy. 220ix 19, etc.; τὸ κ. Heph. l.c.; of feet, κ. [εἶδος παίωνος] Demetr. Eloc.38. II Adv. -κῶς disinterestedly, διδόναι τι M.Ant.9.42, cf. 7.13 (-ληπτ- codd.), Arr.Epict.2.23.46.
German (Pape)
[Seite 1360] ή, όν, ausdörend, sich endigend, bes. von Versen, deren letzter Fuß unvollständig, verkürzt ist, Hephaest. 25 u. oft in den metrischen Schol. – Adv., καταληκτικῶς εὐφραίνειν, endlich, ausschließlich, so daß Nichts weiter dazu zu kommen braucht, M. Anton. 7, 13, δοῦναι, ohne besondere Nebenabsicht, 9, 42.
Greek (Liddell-Scott)
καταληκτικός: -ή, -όν, ὁ καταλήγων, παύων, σταματῶν· ὁ κ. (ἐξυπακ. στίχος), ἐλέγετο ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον πόδα ἐλλιπῆ· «καταληκτικὰ (δηλ. μέτρα) ὅσα μεμειωμένον ἔχει τὸν τελευταῖον πόδα» Ἡφαιστ. σ. 25, πρβλ. βραχυκατάληκτος, ὑπερκατάληκτος. ΙΙ. Ἐπίρρ. κῶς, κ. εὐφραίνειν (=τελείως, ὥστε νὰ μὴ χρειάζηταί τις ἄλλο τι) Μ. Ἀντων. 7, 13· κ. διδόναι 9, 42.