ἀναλογιστικός
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
ή, όν,
A judging by analogy, analogical, S.E.M.11.250; ἡ -κὴ τέχνη ib. 1.214. 2 of knowledge, etc., reflective, Phld.Herc.1003. Adv. -κῶς ibid. II teaching analogy, γραμματικοί S.E.M.2.59; αἵρεσις -κή, of the Rational or Dogmatic school of physicians, opp. ἐπιλογιστική (the Empirics), Gal.1.65; analogisticus sermo Id.Subf.Emp.8p.52Bonnet. Adv. -κῶς S.E.M.3.40, Gal.18(2).346.
German (Pape)
[Seite 196] ή, όν, zur Analogie gehörig, γραμματικοὶ ἀν., Grammatiker, welche die Analogie lehren, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλογιστικός: -ή, -όν, ὁ κρίνων ἐξ ἀναλογίας, ἀναλογικός, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 250· ἡ -κὴ τέχνη αὐτόθι 1. 214. ΙΙ. ὁ διδάσκων ἀναλογίαν, γραμματικοὶ αὐτόθι 2. 59. - Ἐπίρρ. -κῶς αὐτόθι 3. 40.