ἀναλογικός
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
ἀναλογική, ἀναλογικόν, based on mathematical ratios, Plu.2.1144f, cf. Iamb.in Nic.p.100P. ἡ -κὴ τέχνη the art of applying analogy, S.E.M.1.199; οἱ -κοί the analogical school of grammarians, Suid. s.v. Ἀτρείδης, Eust.802.38.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 proporcional, basado en la proporción matemática, ἁρμονία Plu.2.1144f, μονάς Iambl.in Nic.p.100.
2 analógico, basado en la analogía gramatical τέχνη S.E.M.1.199.
3 subst. οἱ ἀ. los analogistas, la escuela gramática analogista Sud.s.u. Ἀτρείδης, Eust.802.38.
German (Pape)
[Seite 196] verhältnißmäßig, analog, Plut.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
analogique, proportionnel.
Étymologie: ἀνάλογος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλογικός: -ή, -όν, (ἀνάλογος) ὁ κατ’ ἀναλογίαν, τοιγάρτοι τῇ μὲν ἀκοῇ οὐκ ἔκρινεν αὐτόν, τῇ δὲ ἀναλογικῇ ἁρμονίᾳ, Πλούτ. 2. 1145 Α· ἡ ἀναλογικὴ τέχνη, «ὀφείλομεν παρόντες τὴν ἀναλογικὴν τέχνην ἐπὶ τὴν συνήθειαν ἀναδραμεῖν» Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 199. - Ἐπίρρ. -κῶς Γρηγ. Νύσσ. τόμ. 2. σ. 211.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλογικός: пропорциональный, соразмерный или аналогичный Plut., Sext.