παροικέω
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
English (LSJ)
A dwell beside, c. acc., ἀπὸ Κνίδου μέχρι Σινώπης τὴν Ἀσίαν π. dwell along the coasts of Asia, Isoc.4.162 : c. dat., live near, πόλει Th.1.71 ; ταῖς πυραμίσι OGI666.13 (i A. D.); dwell among, τισι Th.3.93 : abs., Id.6.82 ; of places, lie near, X.Vect.1.5. II live in a place as πάροικος, οἱ παροικοῦντες ξένοι D.S.13.47, cf. SIG709.9 (Chersonesus, ii B. C.); ὡς ἐπὶ ξένης Ph.1.416 ; sojourn in, Ἱερουσαλήμ Ev.Luc.24.18. III metaph., τὸν ἀνθ ρώπινον βίον παρῳκηκότες Phld. Mort.38.
German (Pape)
[Seite 525] daneben wohnen, τινί, Thuc. 3, 93; πόλει ὁμοίᾳ παροικοῦντες, 1, 71; auch mit dem acc., wie Isocr. 4, 162, ἀπὸ Κνίδου μέχρι Σινώπης Ἕλληνες Ἀσίαν παροικοῦσι, sie wohnen an der Küste Asiens entlang; als Fremder ohne Bürgerrecht in einer Stadt wohnen, οἱ παροικοῦντες ξένοι, D. Sic. 13, 47; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
παροικέω: μετ’ αἰτ., ἀπὸ Κνίδου μέχρι Σινώπης Ἕλληνες τὴν Ἀσίαν παροικοῦσι, κατοικοῦσι καθ’ ὅλην τὴν παραλίαν αὐτῆς, Ἰσοκρ. 74D· μετὰ δοτικ., κατοικῶ πλησίον, Θουκ. 1. 71· κατοικῶ μεταξύ, τισιν 3. 93· ἀπολ., ὁ αὐτ. 6. 82· -ἐπὶ τόπων, κεῖμαι πλησίον, Ξεν. Πόροι 1. 5· πρβλ. οἰκέω Β. ΙΙ. ΙΙ. κατοικῶ, διαμένω ἔν τινι τόπῳ ὡς πάροικος, παραμένω, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ’, 18, Φίλων 1. 416, κτλ.