πρόστροπος

From LSJ
Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόστροπος Medium diacritics: πρόστροπος Low diacritics: πρόστροπος Capitals: ΠΡΟΣΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: próstropos Transliteration B: prostropos Transliteration C: prostropos Beta Code: pro/stropos

English (LSJ)

ὁ,=

   A προστρόπαιος 1.1, suppliant, τινος S.Ph.773: abs., Id.OT41.    II accursed, Phot. s.v. προστρόπαιος.

German (Pape)

[Seite 784] zugewendet, bes. mit Flehen gewendet, τινός, an Einen, Soph. Phil. 762; vgl. ἱκετεύομέν σε πάντες οἵδε πρόστροποι, O. R. 41; einzeln in sp. Prosa, wie προστρόπαιος.

Greek (Liddell-Scott)

πρόστροπος: -ον, (προστρέπω) ὁ ἐστραμμένος πρός τινα ἢ πρός τι· ὅθεν ὡς τὸ προστρόπαιος, ἱκέτης, τινος Σοφ. Φιλ. 773· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 41. ΙΙ. κατηραμένος, Φώτ. ἔν λ. προστρόπαιος.